- ματικάπι
- το-ιού, το τρυπάνι, η αρίδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ματικάπι — το είδος τρυπανιού τών ξυλουργών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. matkap] … Dictionary of Greek